- ριζοτόμος
- ο / ῥιζοτόμος, -ον, ΝΜΑνεοελλ.(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο ριζοτόμος ή το ριζοτόμοεργαλείο για την αποκοπή ριζών || (μσν.-αρχ.) αυτός που κόβει και συλλέγει ρίζες για φαρμακευτική ή μαγική χρήση(α. «ῥιζοτόμος καὶ ἀγύρτης», Λουκ.β. «ῥιζοτόμοιφαρμακεῑς, βοτανικοί», Φώτ.)αρχ.1. κατάλληλος για ριζοτομία («ῥιζοτόμος ὥρη», Νίκανδρ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ῥιζοτόμοςείδος τού φυτού ίριδα*3. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Ῥιζοτόμοιτίτλος τραγωδίας τού Σοφοκλέους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος].
Dictionary of Greek. 2013.